Ήμουν η Θάλασσα. Δεν το κατάλαβες ποτέ
γιατί με λάτρευες σαν χιόνι.
Τι κι αν σου το 'λεγα επανειλημμένα; Άλλη μορφή, άλλες συνθήκες.
Πως καλουπώνεις ένα τόσο άγριο
και απέραντο συναίσθημα; Πως το κομματιάζεις;
Πως τολμάς να αλλάζεις τις συνθήκες ύπαρξής του για να το ακινητοποιήσεις
και να αποπειραθείς να το παγιδεύσεις, για να μπορείς να το αγαπάς
με τα δικά σου μέτρα;
Φοβάσαι να πλεύσεις μέσα μου
φοβάσαι, πως δε βλέπει στεριά το μάτι σου στον ορίζοντα
πανικοβάλλεσαι και πνίγεσαι μόνος στη γαλήνη μου
-που να ήταν και φουρτούνα! σκέφτομαι και όλο αποτραβιέμαι-
γι' αυτό με δόσεις με αποζητάς για να μ'αντέξεις.
Σε μια μορφή που μόνο ο νους σου χωρά και δε σου ζητά εξηγήσεις.
Που να εξηγείς τώρα, άλλωστε, γιατί δεν πατούν τα πόδια σου σε στέρεο έδαφος;
"Ωχ, βρε αδερφέ"...
Ποτέ δε με αφήσεις να σε αγκαλιάσω, φοβόσουν μη πνιγείς.
Δεν παραδόθηκες, δεν αφέθηκες...
Δεν δοκίμασες.
Τι σε φόβιζε σε 'μενα; Πάντα με χαμόγελο σε κοιτούσα.
Κι εγώ, γινόμουν σύννεφο για να'ρθω πιο κοντά σου.
Δεν με έλεγαν Νεφέλη αλλά για σένα άλλαζα μορφή.
Σύννεφο! Ενώ ήμουν η Θάλασσα ολόκληρη...
Περίμενες καρτερικά, ήξερες, ότι με τις επικλήσεις σου
και τα μαγικά σου λόγια θα έπεφτα στην αγκαλιά σου.
Λόγια...ναι. Κι έπεφτα.
Γινόμουν για σένα χιόνι. Έχεις αρνηθεί ποτέ τη φύση σου;
Πάγωνα. Σε κάθε σου βήμα με σημάδευες. Κι έλιωνα...
Τι κι αν έφτιαχνες πάνω μου αγγέλους;
Θα έλιωναν κι αυτοί.
Δεν χωρούσαν συμβιβασμοί γιατί δεν αγαπούσες τη βροχή.
Ενδιάμεση λύση πουθενά.
Σε στιγμές θλίψης μου σκέφτομαι πως, αν ήταν το τώρα τότε
και σκεφτόμουν να αλλάξω και πάλι μορφή για 'σένα,
θα προτιμούσα τη βροχή κι ας παραπονιόσουν.
Το βήμα μου θα το' κανα.
Δική σου ύστερα η επιλογή.
Θα προτιμούσα να ήμουν μια ήπια δροσιά
που θα ξύπναγε νέες ζωές μέσα από σπόρους άμεσα
χωρίς την ανησυχία πως δεν θα έρθει η άνοιξη ποτέ.
Θα συνεχιζόμουν μέσα από αυτούς όταν πια θα στέρευα.
Θα υπήρχα. Θα μετέφερα τη ζωή μου κι έτσι θα ζούσα διπλά.
Ας ήταν αυτός ο σκοπός της ζωής μου.
Όχι χιόνι. Βροχή.
Πιο κοντά στη φύση μου. Πιο άμεσο.
Πιο λυτρωτικό.
Το χιόνι θυμίζει κατάθλιψη όταν μένει για πολύ...
Σαν να περιμένει κάτι, αλλά δεν ξέρει τί ακριβώς.
Βρώμικο και τσαλαπατημένο
κι όταν έρθει η ώρα να επιστρέψει στην πηγή του, ξωπίσω του
κανένας χιονολάγνος.
Έτσι αγαπούν οι άνθρωποι άλλωστε, επιλεκτικά.
Οι περισσότεροι τη φοβούνται τη θάλασσα.
Γιατί είναι Αρχή χωρίς Τέλος. Τέλος χωρίς Αρχή.
Η απόσπαση κομματιών από το σύνολο,
οποιοδήποτε σύνολο
και η προσκόλληση σε αυτά τα κομμάτια,
χαρακτηριστικό μας φετιχ.
Αυτό χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.
Η φύση δεν αλλάζει.
Άνθρωπος είσαι κι εσύ, όπως όλοι.
Κι ας σε λάτρευα σαν μικρό Θεό.
Κακώς ξεχνάς όμως, γελάς τον εαυτό σου:
ο χειμώνας που τόσο λαχταράς δεν κρατάει για πάντα...
Θλίβεσαι που λιώνω, χαίρομαι δειλά που μαζεύω τα κομμάτια μου
και γυρίζω σπίτι -ειρωνεία!
Πάντα έλεγες "εγώ είμαι το σπίτι σου".
Σε κοιτάζω καθώς απομακρύνομαι μελαγχολικά αλλά δε σταματώ να ρέω.
Δεν μπόρεσες ποτέ να με ακολουθήσεις. Κανείς δε μπόρεσε.
Δεν σε κατηγορώ.
Πάντα αγαπούσες τη σταθερότητα, είπαμε.
Το ξέρω.
Το νερό αλλάζει μορφές,
είναι πολύπλευρο και κατοικείται από ελεύθερα πνεύματα
που κάπου κάπου χάνουν το δρόμο τους.
"Αυτό με μάγεψε σε 'σενα", μου 'λεγες σε κάθε ευκαιρία.
Και μετά με απαρνήθηκες.
Η ακαμψία σου όμως εκεί, μόνιμη κατοικία που δε θ' απαρνηθείς ποτέ.
Κι έτσι έμενες πίσω. Όλο και πιο πίσω...
Με κοιτάς καταβεβλημένος να απομακρύνομαι.
Δεν είδες που έφυγα κλαίγοντας για ν'ανθίσουν στο διάβα μου από τα δάκρυα αγριολούλουδα.
Ύστατη προσπάθεια, απόγνωσης θα έλεγα,
για να με βρεις όταν θα'χω πια χαθεί και να μ'ακολουθήσεις.
Όχι για να με φέρεις πίσω. Απλά για να με ακολουθήσεις εκεί που φοβάσαι.
Δεν θα ακολουθήσεις...
τα παραβλέπεις
τα παραβλέπεις όλα, πάντα
κοιτάζοντας τον ουρανό με αγωνία
μήπως χιονίσει πάλι.
Κάτι χάνεις.
Είναι στη φύση μου να φεύγω και είναι στη φύση σου να αποζητάς ασφάλεια.
Και το φευγιό έχει όμως μια ασφάλεια που δε θα κατανοήσεις, δεν το θες.
Τόσα χρόνια χιόνι δες με
δεν αναγνωρίζω το χρώμα μου...Άλλοι με έπλασαν και μπερδεύομαι πια
σε καλούπι εγώ; και χωρίς να αντιδράω, κατάντια...
Χάθηκε το μεγαλείο, αυτό που δε μπορείς να πλάσεις ή να δώσεις μορφή.
Σου είπα αλήθεια ότι δε βρίσκω ακόμα τα κομμάτια μου;
Κάποια έφυγαν από νωρίς, από μόνα τους,
άλλα τα πάτησες εσύ ο ίδιος και έλιωσαν.
Κι εγώ, περίμενα. Μια παγωμένη στο χρόνο ορμητικότητα.
Δεν θα ακολουθήσεις...
Θα αναμένεις ξανά και ξανά μια εφήμερη πτώση μου για να με λατρέψεις,
όσο ένα κομμάτι μου θα ταξιδεύει ελεύθερο σε ηλιοβασιλέματα
που δεν θα τολμήσει ο νους σου ποτέ να φανταστεί.
Δεν ξέρω αν το ότι λείπουν κομμάτια μου με θλίβει περισσότερο
ή το ότι δε συμβαδίσαμε ποτέ ολοκληρωτικά.
Φοβάμαι να απαντήσω.
Ώρα μου όμως να ξεπλυθώ, να γίνω ξανά ένα με 'μένα.
Μόνο με 'μένα.
Θέλω το Είναι μου ολόκληρο
κι όχι να προσπαθώ με κόπο να ανακαλέσω αναμνήσεις που μου ανήκουν δικαιωματικά.
Δεν επιτρέπω στη λησμονιά να μου τις κλέψει... έτσι ο εαυτός μου
θα μείνει διάσπαρτος.
Δεν το θέλω.
Τα λέμε ίσως ξανά σε κάποιο βαρύ χειμώνα
που η σκέψη σου, τόσο επιτακτική,
θα καταφέρει -ίσως είπα- να μου αλλάξει πρόσκαιρα μορφή
για μια βραδιά εφήμερης
δικής σου απόλαυσης
ή και δύο.
-Λ-